Νικόπολη
Η Νικόπολη, που στις αρχές του 20ου αι. ήταν έδρα της διοικήσεως του Νομού Σεβάστειας, όπως και έδρα της Μητρόπολης Κολώνειας, αναφέρεται από τον Μιχαήλ Ατταλειάτη με την ονομασία Μαυρόκαστρο.
Ιστορία της πόλης
Η πόλη υπήρχε από την κλασική εποχή, από την οποία χρονολογείται το κάστρο της, που είναι χτισμένο σε λόφο που υψώνεται στα ΝΑ της πόλης και διασώζεται μέχρι σήμερα. Την ονομασία Νικόπολη η πόλη έλαβε από τον Πομπήιο, σε ανάμνηση της νίκης του το 66 π.Χ. κατά του Μιθρηδάτη του Ευπάτορα, γεγονός που αναφέρει και ο Στράβωνας.
Την εποχή του Λικίνιου και κατά τη διάρκεια αντιχριστιανικών διωγμών στην πόλη σκοτώθηκαν μεταξύ άλλων και 45 χριστιανοί στρατιώτες της ρωμαϊκής λεγεώνας, οι οποίοι ανακηρύχτηκαν μάρτυρες. Αργότερα, ο Ιουστινιανός έδειξε ιδιαίτερη εύνοια προς την πόλη, την επισκεύασε και ίδρυσε στην περιοχή μια Μονή για να τιμήσει τους 45 Μάρτυρες.
Η Νικόπολη αποτέλεσε διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Ρωμαϊκής και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σημαντικότατο ρόλο όλο αυτό το διάστημα έπαιξε το κάστρο της Νικόπολης, που ήταν το πλέον ισχυρό σε μια ευρύτατη περιοχή.
Η Νικόπολη από της εγκατάστασης των Ελλήνων στην περιοχή του Πόντου, και ιδιαίτερα από τη ρωμαϊκή εποχή και την εποχή του Βυζαντίου, αποτέλεσε κέντρο του Ελληνισμού της περιοχής, αν και στις επόμενες ιστορικές φάσεις ο πληθυσμός των Αρμενίων και των Μουσουλμάνων, τελικά, ήταν μεγαλύτερος αυτού των Ελλήνων. Σημαντικό ρόλο στη διατήρηση του Ελληνισμού στην πόλη και τα γύρω χωριά έπαιξε η ίδρυση της επισκοπής Κολωνείας από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού.
Η μητρόπολη Κολωνείας αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα στην εκπλήρωση της αποστολής της, αφού η περιοχή αυτή θεωρούνταν από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές του ελληνισμού, καθώς επίσης και λόγω του ορεινού χαρακτήρα της περιοχής που καθιστούσε πολύ δύσκολη την πρόσβαση και την επικοινωνία μεταξύ των χριστιανικών κοινοτήτων και της μητρόπολης.
Πάντως, παρά τις αντίξοες συνθήκες και το μικρό χρονικό διάστημα λειτουργίας της, η μητρόπολη Κολωνείας και Νικοπόλεως υπηρέτησε με αξιοσύνη και επιτυχία τον ελληνισμό και την ορθοδοξία, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι κατόρθωσε να χτίσει και να λειτουργήσει σχολείο και εκκλησία σε κάθε ένα από τα 92 χωριά και οικισμούς της εκκλησιαστικής της επικράτειας.
Η Νικόπολη των Ελλήνων
Η Νικόπολη και η ευρύτερη περιοχή φιλοξενούσε ελληνική κοινότητα από την πρώτη περίοδο της εγκατάστασης των Ελλήνων στον Πόντο. Ο ελληνικός πληθυσμός της Νικόπολης παρουσίασε μείωση μετά την κατάληψή της από τους Οθωμανούς, ενώ ο πληθυσμός της υπαίθρου ενισχύθηκε και πάλι κατά το 19ο αι., με τη λειτουργία των μεταλλείων της περιοχής.
Στις αρχές του 20ου αι. στη Νικόπολη ζούσαν περίπου 2.000 οικογένειες, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν τουρκικές και αρμενικές. Μόνο 130 οικογένειες ήταν ελληνικές, που μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο.
Η ελληνική κοινότητα της πόλης ήταν εγκατεστημένη σε δύο ενορίες, την ενορία των Ταξιαρχών και την ενορία της Αγίας Τριάδος. Διατηρούσαν δε τρεις σχολές: μια πεντατάξια στην ενορία Ταξιαρχών, την Κεντρική Αστική Σχολή Νικοπόλεως, ένα από τα καλύτερα εκπαιδευτήρια του Πόντου, και το Ευανθίειον Παρθεναγωγείον, το οποίο συντηρούσαν η Ευανθία Θεοφυλλίδου και ο «Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινούπολης».
Η ακμή της Νικόπολης των νεότερων χρόνων σχετίζεται με τη λειτουργία των μεταλλείων. Με την κατάργηση των προνομίων που οι τουρκικές αρχές είχαν παραχωρήσει στους μεταλλωρύχους, αρκετοί από τους Νικοπολίτες εγκατέλειψαν τις πατρογονικές τους εστίες και εγκαταστάθηκαν στην Οινόη, την Αμισό κ.α.
Στη Νικόπολη οι Έλληνες είχαν αρκετά εμπορικά καταστήματα, ενώ στα χέρια Ελλήνων ήταν οι φούρνοι – αρτοποιεία της πόλης, οι οποίοι φημίζονταν για την άριστη ποιότητα του ψωμιού. Φημισμένα επίσης ήταν τα αιγοπρόβατα της περιοχής, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα σιτηρά και οι ξηροί καρποί. Σπεσιαλιτέ της περιοχής θεωρούνταν ο παντουρμάς, γλύκισμα με βάση το μούστο και τα καρύδια, και το πεστίλ, που φτιάχνεται από αποξηραμένα μούρα, λεφτοκάρυα και μέλι.
Μεταλλεία Νικόπολης
Η περιοχή της Νικόπολης ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων κέντρο εξόρυξης και επεξεργασίας μεταλλευμάτων, και η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αποτελούσε την κύρια πηγή εσόδων για τους Έλληνες της περιοχής. Στη Νικόπολη, και συγκεκριμένα σε περιοχή ανάμεσα στα χωριά Ασαρτζίκ και Λίτζασα, το 1818 άρχισε η λειτουργία ενός μεταλλείου χρυσού και αργύρου, στην αρχή από τον Τούρκο Χατζή Χαφούζ, μετά από τον Έλληνα Αβραάμ Αγά και τέλος από αγγλική εταιρεία μέχρι τα τέλη του 19ου αι..
Στα χωριά Κόρατζα, Εσκίκιοϊ, Κατωχώρι και Κέιλικα υπήρχαν μεταλλεία στυπτηρίας, ορυκτού που χρησιμοποιείται για βαφές και διάφορους βιομηχανικούς και φαρμακευτικούς σκοπούς. Το ορυχείο στυπτηρίας του Κατωχωρίου λειτουργούσε μέχρι το 1922, αφού οι κάτοικοί του, για λόγους σκοπιμότητας, εξαιρέθηκαν από τους διωγμούς και τη Γενοκτονία.
Τα ελληνικά χωριά της μητρόπολης Κολωνείας και Νικόπολης
Στη μητρόπολη Κολωνείας και Νικόπολης ανήκαν συνολικά 96 χωριά, τα οποία ήταν χωρισμένα στα εξής τμήματα: Νικόπολης με 28 χωριά, Αλούτζερας με 4, Σούσεχρι με 9, Ρεφάγιας με 7, Επεσίου με 21, Κοϊλάχισαρ με 3, Κιρικίου με 9, Μελανθίας με 5 και Γιαϊλάγουζιου με 10 χωριά.
Σταύρος Νικολαϊδης (1892- 1967)
Κορυφαία πνευματική φυσιογνωμία των Ελλήνων της Νικόπολης, που γεννήθηκε στο χωριό Αλούτζια. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου αρίστευσε. Στη συνέχεια δίδαξε ως καθηγητής στην Ψωμιάδειο Σχολή Κοτυώρων, σε εκπαιδευτήρια της Τραπεζούντας και της Αθήνας. Από το 1926 μέχρι το 1967 εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής Καβάλας, ενώ χρημάτισε υπουργός εργασίας και υπουργός δημοσίων έργων. Έγραψε πολλά βιβλία και άρθρα για τον Πόντο. Ο τάφος του βρίσκεται στην Παναγία Σουμελά στο όρος Βέρμιο.
(Γράφει ο Χωραφαϊδης Αβραάμ)
Πηγή: elverias.gr