Τίκ Λαγγευτόν
Κερασούντα, Κοτύωρα, Μπάφρα, Σούρμαινα, Τόνγια
Εκμάθηση
Δεξιόστροφος χορός που χορεύεται σε κλειστό κύκλο και είναι μεικτός.
Η λαβή είναι από τις παλάμες με τα χέρια στην ανάταση και το σώμα του χορευτή αντικρίζει πάντα το κέντρο του κύκλου.
Τα βήματα του χορού είναι 10 και είναι αυτά του «Τίκ Διπλόν» .
Ο ρυθμός είναι πεντάσημος 5/8.
Πηγή: Αναστάσιος Κοκοβίδης
Ιστορία
Το Λαγγευτόν προέρχεται από το ρήμα λαγγεύω και την κατάληξη --τός, είναι είδος πηδηκτού χορού.
Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντιακής Διαλέκτου υπό Άνθιμου Παπαδόπουλου, Εν Αθήναις 1958, σελ., 508, τόμος Ι).
Περιγραφή με είσοδο δεξιού ποδιού.
Κατά τον Κ. Παπαμιχαλόπουλο «Περιήγησις εις τον Πόντον», Αθήνα 1903, σελ. 224 οι χοροί εισί κυριώτατα δύο: ο πρωτοτυπώτατος και ρυθμικώτατος
Πηδηκτός ή Λαγκευτός, χορευόμενος κυκλικώς υπό μεγάλου αριθμού χορευτών κρατουμένων από των χειρών, και ο επίσης εν κύκλω χορευόμενος πολεμικός Σέρρα-Χορός.
Δ. Η. Οικονομίδης, με Αργυρουπολίτη καταγωγή, στο «Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος», Αθήνα 1923, σελ. 340 αναφέρει: το Λαγκευτόν (ήτοι το πηδηχτό), καθ' ο οι χορεύοντες οτέ μεν υψούντες, οτέ δε καταβιβάζοντες τας χείρας εκτελούσι διά των ποδών ρυθμικώτατα και τεχνικώτατα άλματα.
Κατ' αυτόν και Χυτόν (προφ. chυτόν) καλούμενον τα βήματα είναι ταχύτερα και η κίνησις ζωηροτέρα, ως τοιούτος δε χορεύεται ούτος μάλλον υπ' ανδρών και νέων ζωηρών και ευκινήτων και λαμβάνει το όνομα Τρομαχτόν, όταν συνοδεύηται και υπό τρομώδους κινήσεως του σώματος των χορευτών.
Κατά τον Χ. Σαμουϊλίδη, το «Λαγγευτόν» είναι ένας γοργός, πηδηχτός χορός, σαν σούστα, που ακολουθεί τον όμοιό του, αλλά αργό (χορό) «Χυτόν». Προέρχεται από το λαγγεύω που σημαίνει πηδώ (Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού Αθήνα 2002, Τρίτη έκδοση σελ., 285).
Η μορφή αυτή του χορού ήταν διαδεδομένη σε πολλές περιοχές του Πόντου (Κερασούντα, Κοτύωρα, Μπάφρα, Σούρμαινα, Τόνγια κ.λ.π). Ο τρόπος με τον οποίο χορευόταν έχει εκλείψει στην Ελλάδα και αντικαταστάθηκε από το Τίκ Διπλόν.
Νίκος Ζουρνατζίδης Συμβολή στην Έρευνα του Ποντιακού Χορού σελ., 123